- ουρολόγος
- ο, ηγιατρός ειδικευμένος στην ουρολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urologist (< ούρο + -λόγος*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουρολόγος — ο, η ειδικός γιατρός για τις παθήσεις των ουροποιητικών οργάνων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek